φιλόσκιος

φιλόσκιος
ος, ο[ν] тенелюбивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φιλόσκιος" в других словарях:

  • φιλόσκιος — α, ο / φιλόσκιος, ον, ΝΑ (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στην σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσκια — φιλόσκιος fond of the shade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nightmare Abbey —   …   Wikipedia

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»